- σιηγών
- ἡ, Αιων. τ. βλ. σιαγόνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιηγών — σιαγών jaw bone fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… … Dictionary of Greek